- τάπητες
- τάπηςcarpetmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δελφίνιο — (delphinium).Φυτό της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, γνωστό και με την ονομασία αγριοσταφίδα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 200 είδη. Το δ. είναι μονοετής, χνουδωτή πόα, ύψους έως 1 μ. Έχει φύλλα με σχισίματα και μπλε, μεγάλα άνθη, σε… … Dictionary of Greek
τάπητας — Στρώμα κυττάρων στα σποριάγγεια των περισσότερων ανώτερων φυτών. Είναι πλούσιο σε θρεπτικές ουσίες. Προκύπτει από το αρχεσπόριο ή είναι εσωτερικό στρώμα του τοιχώματος του σποριάγγειου ή του μικροσποριάγγειου. Οι ουσίες των κυττάρων του τ.… … Dictionary of Greek
Αφγανιστάν — Κράτος της νοτιοκεντρικής Ασίας.Συνορεύει στα Β με το Τουρκμενιστάν (ΒΔ), το Ουζμπεκιστάν, το Τατζικιστάν (ΒΑ) και την Κίνα (ΒΑ), στα Α και Ν με το Πακιστάν και στα Δ με το Ιράν.Το Α. βρίσκεται στο κέντρο της αχανούς νότιας Ασίας, ανάμεσα σε μια… … Dictionary of Greek
EXEMPLUM — Gr. ἀντίγραφον, sicut Exemplar. ἀυτόγραφον, vide Salmas. de Modo Usurar. c. 1. Item, argumentum, figura. Unde marmora in exemplis, apud Anastas. in Leone III. h. e. exemplata, figurata viz. et imaginata: cuiusmodi exempla fiebant opere tesselato … Hofmann J. Lexicon universale
PLUMEUM Opus — apud Dudonem, l. 3. de Moribus, et Act. Normanner. p. 153. Bissosque niveas purpure asque aurô intextas plumeôque mirabilis artisicii holoserica commisit: Graecis recentioribus πλουμίον est seu πλουμμίον. Nam pluma πλουμίον, ut fibla φιβλίον,… … Hofmann J. Lexicon universale
TAPETES — Graec. Τάπητες, Ammonio οἱ ἐκ τοῦ ἑτέρου μέρους μαλακὸν ἔχοντες, sicut Α᾿μφιτάπητες οἱ ἔξ ἀμφοτέρων; ubi μαλακὸν pro molli villo, sive pilorum mollitie posuit: idem fuêre cum Gausapis, sicut Amphitapetes cum Amphimallis. Nempe Tapetes ex una… … Hofmann J. Lexicon universale
ίνα — Πρώτη ύλη της υφαντουργικής βιομηχανίας, η οποία αποτελείται από νηματοειδή υλικά, τεχνητά ή συνθετικά, που έχουν τα κατάλληλα χαρακτηριστικά μήκους, αντοχής και ελαστικότητας, για να είναι δυνατός o μετασχηματισμός τους σε νήματα (κλωστές) και… … Dictionary of Greek
αμφίμαλλος — ἀμφίμαλλος, ον (Α) (κυρίως για τάπητες και χιτώνες) ο μαλλωτός, ο δασύς κι από τις δύο όψεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι* + μαλλός «μαλλί»] … Dictionary of Greek
δάπις — ( ιδος), η (Α) τάπητας, χαλί. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παρετυμολογικό μεταπλασμό τής λ. τάπις ( ιδος) (ή τάπης, ητος) που προήλθε με ηχηροποίηση (αρχαίο δ= / d /) τού αρχικού φθόγγου. Δεν αποκλείεται εξάλλου να έχει ασκηθεί επίδραση και από τη … Dictionary of Greek
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek